| German |
| has gloss | deu: Akephalie ( ‚ohne‘/‚un-‘, „Kopf“/„Haupt“) ist eine aus der Ethnologie stammende Bezeichnung für die Eigenschaft von Gesellschaften, kein herrschendes Oberhaupt zu haben, sondern allenfalls Respektspersonen (Arnold Gehlen: „Institution im Einzelfall“). Entscheidungen werden im gemeinsamen Diskurs gefunden. Der Ausdruck wurde in der Ethnologie benutzt, um zu kategorisieren. |
| lexicalization | deu: Akephalie |
| Modern Greek (1453-) |
| has gloss | ell: Με τον όρο ακέφαλος χαρακτηρίζεται η ομάδα η οποία στερείται προσωποπαγούς ηγεσίας. Έχει αποκτήσει όμως συγκεκριμένη σημασία, ως το όνομα μιας από τις αυστηρότερες ομάδες μονοφυσιτών, η οποία αποσχίστηκε από τους υπόλοιπους επί πατριαρχείας Πέτρου του Μογκού. Δήλωναν ότι δεν έχουν ούτε βασιλιά ούτε επίσκοπο, δηλαδή ότι στερούνταν πολιτικής ή εκκλησιαστικής κεφαλής (=ηγεσίας) και γι’ αυτό χαρακτηρίζονταν ακέφαλοι. Στις αρχές του 9ου αιώνα συμφιλιώθηκαν με την εκκλησιαστική ηγεσία των Μονοφυσιτών της Αιγύπτου. |
| lexicalization | ell: Ακέφαλοι |
| Russian |
| has gloss | rus: Акефалы ( — «безглавые») — в древней христианской церкви название ряда церковных групп. У ряда авторов (Софроний Иерусалимский, Иоанн Дамаскин и другие) акефалами называются все монофизиты, как неимеющие общепризнанного главы. |
| lexicalization | rus: акефалы |